επιστύφω

επιστύφω
ἐπιστύφω (Α)
1. (για φαγητά) προκαλώ το αίσθημα τού στυφού («ἐπιστύφοντα βρώματα»)
2. ενοχλώ («τραχύτητας, ἐπιστυφούσας τήν άκοήν»)
3. κατηγορώ, ελέγχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στύφω «κάνω κάτι στυφό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίστυψις — ἐπίστυψις, ἡ (Α) [επιστύφω] χρησιμοποίηση στυπτικών φαρμάκων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”